προίκειος

προίκειος
-ον, Α [προίξ, -κός]
ο σχετικός με την προίκα, προικώος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • υποπροίκ(ε)ιος — ον, Α αυτός που έχει λάβει με νόμιμο γάμο γυναίκα με προίκα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + προίκειος / προίκιος «αυτός που αναφέρεται στην προίκα» (< προίξ, κός)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”